- φασούλι
- τοβλ. φασόλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασούλι — το, Ν βλ. φασόλι … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ … Deutsch Wikipedia
σακούλι — το, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. βαλάντιο, πουγγί 3. παροιμ. «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» δηλώνει ότι με κατάλληλη και συστηματική αποταμίευση συγκεντρώνεται με το πέρασμα τού χρόνου ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φασόλι — το / φασόλιν, ΝΜ, και φασούλι Ν βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τόσο τού καρπού όσο και τού σπέρματος τής φασολιάς και, κατ επέκταση, και τού φυτού φασολιά, ένα από τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα όσπρια στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίολος* /… … Dictionary of Greek
σακούλι — το 1. μικρή σακούλα. 2. πουγκί, βαλάντιο: Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… … Dictionary of Greek
φασολάδα — και φασουλάδα, η, Ν είδος φαγητού, σούπα με ξηρά φασόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασόλι / φασούλι + κατάλ. άδα (πρβλ. πορτοκαλ άδα)] … Dictionary of Greek
φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… … Dictionary of Greek
φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
φραγκοφάσουλο — το, Ν βοτ. είδος φασολιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + φασόλι / φασούλι] … Dictionary of Greek